εξελκωτικός

εξελκωτικός
-ή, -ό
1. αυτός που προκαλεί εξέλκωση
2. (για πρόσ.) ο γεμάτος πληγές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξελκωτικός — ή, ό 1. που προκαλεί εξέλκωση. 2. που παθαίνει εξελκώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”